- περιχέομαι
- περιχέωpourpres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)περιχέωpourpres ind mp 1st sgπεριχέωpouraor subj mid 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
περικίδναμαι — ΜΑ απλώνομαι, εκτείνομαι ολόγυρα, περιχέομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι»] … Dictionary of Greek
περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… … Dictionary of Greek
ԽՈՂԽՈՆՋԵՄ — ( ) NBH 1 0960 Chronological Sequence: Unknown date, 10c չ. ԽՈՂԽՈՆՋԵՄ ԽՈՂԽՈՋԱՆԻՄ. περιχέομαι, περιχεύομαι circumfundor, perfundor. Խողխոջել. ուղխօրէն հոսել. ծաւալիլ ʼի ձայն խոխոջանաց. *Արտօսր յորդառատ վտակացծաւալին յաչաց՝ քան թէ ծաղուն խողխոջեն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՂԽՈՋԱՆԻՄ — ( ) NBH 1 0960 Chronological Sequence: Unknown date, 10c չ. ԽՈՂԽՈՆՋԵՄ ԽՈՂԽՈՋԱՆԻՄ. περιχέομαι, περιχεύομαι circumfundor, perfundor. Խողխոջել. ուղխօրէն հոսել. ծաւալիլ ʼի ձայն խոխոջանաց. *Արտօսր յորդառատ վտակացծաւալին յաչաց՝ քան թէ ծաղուն խողխոջեն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)